Το G20, η Αφρική και το μεταναστευτικό

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 07.05.2017 

ΓΚΟΥΝΤΡΑΜ ΒΟΛΦ, ΜΑΡΙΑ ΔΕΜΕΡΤΖΗ*

H​​ ομάδα των G20 πρόσφατα έστρεψε το βλέμμα της στην Αφρική. Οι υπουργοί Οικονομικών της έχουν λανσάρει ένα «Σύμφωνο με την Αφρική», με στόχο τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και την ενίσχυση των σχέσεων με την αφρικανική ήπειρο.  Για την Ευρώπη, η Αφρική έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας.

Το G20 και οι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής ενδιαφέρονται περισσότερο για την Αφρική λόγω του φόβου των αντιδράσεων της κοινής γνώμης για τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές. Η παράτυπη μετανάστευση στην Ε.Ε., κυρίως διά θαλάσσης, έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2008. Αλλά η παράτυπη μετανάστευση παραμένει ένα μικρό κλάσμα της συνολικής μετανάστευσης από την Αφρική, που παραμένει σχετικά σταθερή, στο επίπεδο των 500.000 ατόμων ετησίως. 

Επί του παρόντος, η ετήσια μετανάστευση από την Αφρική αποτελεί μόλις το 0,1% του πληθυσμού της Ε.Ε. Ο αριθμός αυτός όμως πρόκειται ν’ αυξηθεί στο μέλλον. Ο πληθυσμός της Αφρικής αναμένεται να διπλασιαστεί ώς το 2050, φτάνοντας τα 2,5 δισ. άτομα. Οι δημογραφικές πιέσεις είναι ισχυρότερες στην Υποσαχάρια Αφρική, όπου οι δείκτες γονιμότητας είναι ιδιαίτερα υψηλοί (πέντε παιδιά ανά γυναίκα) και όπου το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι κάτω από 3.500 δολάρια ΗΠΑ (σε όρους ισοδυναμίας αγοραστικής δύναμης). Για τους λόγους αυτούς, η μετανάστευση θα συνεχιστεί και η Ευρώπη θα παραμείνει ένας ελκυστικός προορισμός. 

Πολλοί εξηγούν το μεταναστευτικό φαινόμενο ως αποτέλεσμα της μεγάλης διαφοράς των εισοδημάτων μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης. Αυτό κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι η αύξηση των εισοδημάτων στην Αφρική θα περιορίσει τη μετανάστευση. Δυστυχώς, πρόκειται για απλοϊκό επιχείρημα. Η ανάπτυξη και η μετανάστευση αλληλεπιδρούν με σύνθετους τρόπους. Σε πολύ φτωχές χώρες, συχνά το μεταναστευτικό ρεύμα αυξάνεται με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αυτό είναι λογικό, γιατί τα πρώτα βήματα ανάπτυξης παρέχουν τους πόρους που επιτρέπουν την έξοδο από τη χώρα. Σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες, η μετανάστευση αρχίζει και μειώνεται μόνο όταν το μέσο εισόδημα φτάνει σε επίπεδο 7.000-9.000 δολ.

Μεταξύ 47 χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής, μόνο επτά έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ άνω των 9.000 δολ., ενώ 39 βρίσκονται κάτω από το όριο των 7.000 δολ. Ακόμα και με ετήσια μεγέθυνση του κατά κεφαλή ΑΕΠ 2%, 35 από αυτές θα παραμένουν κάτω από τα 7.000 δολάρια το 2030. Ο πληθυσμός τους, εν τω μεταξύ, θα έχει φτάσει τα 1,05 δισεκατομμύρια. Δεν θα φύγουν όλοι όσοι έχουν τη δυνατότητα, αλλά πρόκειται για μεγάλο αριθμό πιθανών μεταναστών. 

Τρία συμπεράσματα γίνονται άμεσα αντιληπτά. Πρώτον, η οικονομική ανάπτυξη της Υποσαχάριας Αφρικής είναι κρίσιμος στόχος στη μάχη κατά της φτώχειας. Το G20 έχει δίκιο να δίνει έμφαση στις ιδιωτικές επενδύσεις. Η αναπτυξιακή βοήθεια από μόνη της δεν αρκεί για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες. Αλλά το βασικό προαπαιτούμενο για να υπάρξουν ιδιωτικές επενδύσεις είναι η πολιτική σταθερότητα και θεσμοί που λειτουργούν σωστά. Χωρίς αυτά, οι ιδιώτες επενδυτές θα μείνουν μακριά και οι προοπτικές της ηπείρου θα εξανεμιστούν. Πολυμερείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα μπορούν να παίξουν έναν ρόλο στην προώθηση της καλής διακυβέρνησης, αλλά η τελική ευθύνη ανήκει στην πολιτική τάξη των ίδιων των αφρικανικών χωρών. Ωστόσο, η Ευρώπη έχει και εμπορικό συμφέρον να πετύχει η Αφρική: μία ήπειρος με 2 δισεκατομμύρια καταναλωτές θα αποτελέσει μία σημαντική γειτονική αγορά για τους Ευρωπαίους παραγωγούς. 

Δεύτερον, η ανάπτυξη, παρότι κρίσιμης σημασίας, δεν θα αποτελέσει πανάκεια για τις μεταναστευτικές ροές. Θα χρειαστούν μάλιστα αρκετές δεκαετίες ώσπου οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής να φτάσουν το βιοτικό επίπεδο εκείνο που αποτρέπει τη μετανάστευση. Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει προκλήσεις και κοινωνικές εντάσεις σε όλη την Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί μια συνεκτική στρατηγική για τις επόμενες δύο δεκαετίες τουλάχιστον, με στόχο τη διαχείριση των μεταναστευτικών πιέσεων από την Αφρική. Χρειαζόμαστε το σωστό μείγμα πολιτικής μεταξύ νόμιμων και απευθείας μεταναστευτικών διαδρόμων και κοινωνικοοικονομικών πολιτικών ενσωμάτωσης των μεταναστών και καλύτερη αστυνόμευση των συνόρων. Για πολλά από αυτά θα πρέπει να υπάρξει συντονισμός σε επίπεδο Ε.Ε. και αυτό θα είναι δύσκολο και συγκρουσιακό.  

Τέλος, πρέπει να εστιάσουμε στις γυναίκες. Μας εξέπληξε που το «Σύμφωνο για την Αφρική» δεν έκανε καμία αναφορά στην ενδυνάμωση των γυναικών στην Αφρική. Υπάρχουν πειστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η καλύτερη εκπαίδευση και η προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών μειώνουν τους δείκτες γονιμότητας και τις δημογραφικές πιέσεις. Υπάρχουν επίσης στοιχεία που δείχνουν ότι η ενδυνάμωση των γυναικών συμβάλλει σε περιορισμό της εισοδηματικής ανισότητας, καθώς οι οικονομίες αναπτύσσονται. Οι υπουργοί Οικονομικών του  G20 πρέπει να θέσουν τα δικαιώματα και την εκπαίδευση των γυναικών στο επίκεντρο των αναπτυξιακών τους πολιτικών για την Αφρική. Ενα σχέδιο για την Αφρική χωρίς αυτό θα είχε σοβαρά κενά.  

*Ο κ. Γκούντραμ Βολφ είναι διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel και κ. Μαρία Δεμερτζή είναι αναπληρώτρια διευθύντρια του ίδιου οργανισμού.